- φυλογένεια
- η, Νη γένεση και η ύπαρξη τού αρσενικού και τού θηλυκού φύλου.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυλογένεια — η 1. η γένεση και η ύπαρξη των φύλων (αρσενικού και θηλυκού). 2. οι ιδιότητες που χαρακτηρίζουν το καθένα από τα δύο φύλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)